παρακαταθήκη

παρακαταθήκη
παρακαταθήκη, ης, ἡ (παρακατατίθημι; Hdt. et al. This is the real Attic form [s. παραθήκη], but is also found in Aristot., EN 5, 8, 5, 1135b, 4; Polyb. 5, 74, 5; Diod S 4, 58, 6; 15, 76, 1; Plut., Anton. 924 [21, 4]; Aelian, VH 4, 1; Vett. Val. p. 60, 21; ApcEsdr 6:3 p. 31, 7 Tdf. al. [in sense of ‘soul’]; Philo, Spec. Leg. 4, 30–38; Jos., Bell. 3, 372, Ant. 4, 285; ins, pap, LXX) someth. given for safekeeping, deposit 1 Ti 6:20; 2 Ti 1:14, both v.l. (for παραθήκην. Used w. φυλάσσω as Socrat., Ep. 28, 6. S. Mishnah: Baba Metzia 3; cp. Ps.-Phocyl. 13 παρθεσίην τήρειν, πίστιν δʼ ἐν πᾶσι φυλάσσειν ‘keep watch over a deposit, and in everything observe fidelity’; other reff. PvanderHorst, The Sentences of Phocylides ’78, 120–21); Hm 3:2.—S. DELG s.v. τίθημι. M-M. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρακαταθήκη — deposit fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαταθήκῃ — παρακαταθήκη deposit fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαταθήκη — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ονομαζόμενο θεματοφύλακας, παραλαμβάνει από ένα άλλο πρόσωπο (παρακαταθέτη) ένα κινητό πράγμα προς φύλαξη, με την υποχρέωση να το επιστρέψει μόλις ζητηθεί. Ως κινητά νοούνται όλα τα μη… …   Dictionary of Greek

  • αλκαλική παρακαταθήκη — Το σύνολο των βάσεων που διαθέτει ο οργανισμός μας για να εξουδετερώνει την παρουσία στο αίμα οξέων ισχυρότερων από το ανθρακικό …   Dictionary of Greek

  • παρακαταθηκῶν — παρακαταθήκη deposit fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαταθῆκαι — παρακαταθήκη deposit fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαταθήκαις — παρακαταθήκη deposit fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαταθήκην — παρακαταθήκη deposit fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαταθήκης — παρακαταθήκη deposit fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμανάτι — και αμανέτι, το 1. ενέχυρο, υποθήκη, παρακαταθήκη 2. πρόσωπο που εμπιστεύεται κανείς στη φροντίδα και επιμέλεια άλλου 3. (και μτφ. στη φράση) «έμεινα αμανάτι». [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. emanet «κατάθεση, παρακαταθήκη». ΠΑΡ. νεοελλ. αμανατιτζής] …   Dictionary of Greek

  • μεσεγγύηση — (Νομ.). Ειδική μορφή παρακαταθήκης, με την οποία πράγμα κινητό ή ακίνητο, για το οποίο προβάλλουν δικαιώματα αμφισβητούμενα ή αβέβαια πολλά πρόσωπα, παραδίδεται για φύλαξη στην κατοχή τρίτου (μεσεγγυούχου), ώσπου να επιλυθεί η διαφορά. Η μ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”